- νεοαρκτικός
- η , ό[ν] североамериканский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεοαρκτικός — ή, ό [αρκτικός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νέα αρκτική χώρα, δηλ. τη Γροιλανδία, τη Βόρεια Αμερική και το Βόρειο Μεξικό, ή αυτός που προσιδιάζει στη γεωγραφική αυτή περιοχή 2. φρ. α) «νεοαρκτική υποπεριοχή» ζωογεωγραφική περιοχή που… … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek